σκευασίας

σκευασίας
σκευασίᾱς , σκευασία
preparing
fem acc pl
σκευασίᾱς , σκευασία
preparing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРАКЛИДЫ —    • Heraclīdes,          Ήρακλείδης.        1. Начальник конницы у Дионисия Младшего, впоследствии бежал из отечества, участвовал в предприятиях Диона, но наконец был убит как зачинщик смут, см. Dio, Дион, 1;        2. имя нескольких знаменитых… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”